- τριφολίνος
- ὁ, Αφρ. «τριφολῖνος οἶνος» — βλ. τριφύλλινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριφύλλινος — και δ. γρφ. τριφολῑνος και τριφαλίνος, ὁ, Α (ενν. οἶνος) ονομασία ιταλικού κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τριφολῖνος (οἶνος) < λατ. trifolinum (vinum) < επί θ. trifolinus, a, um σχηματισμένο από το τοπωνύμιο τής Καμπανίας Trifolium < tri (πρβλ.… … Dictionary of Greek